- ἀντιτακτικός
- ἀντι-τακτικός, ή, όν,A fit for resistance,
πρός τι Plu.2.759e
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρός τι Plu.2.759e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιτακτικός — ἀντιτακτικός, ή, όν (Α) 1. κατάλληλος για αντίσταση 2. ο αιρετικός … Dictionary of Greek
ἀντιτακτικῶν — ἀντιτακτικός fit for resistance fem gen pl ἀντιτακτικός fit for resistance masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτακτική — ἀντιτακτικός fit for resistance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)